Περίληψη: Μη εφαρμογή αντισυνταγματικής διάταξης-Έμμεση διάκριση λόγω φύλου ο αποκλεισμός συμμετεχόντων από διαγωνισμό λόγω αναστήματος-Μη νόμιμος αποκλεισμός συμμετέχοντος σε διαγωνισμό για Εισαγωγή στις Σχολές της Αστυνομίας-Ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων
«[…] 3. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση, αφ’ ενός μεν των άρθρων 11 παρ. 1 εδάφια στ΄ και η΄ και 53 του ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημοσίας Τάξης» (Φ.Ε.Κ. 152 τ. Α’), όπως το άρθρο 11 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1590/1986 (Φ.Ε.Κ. 49 τ. Α΄), και αφ’ ετέρου του άρθρου 1 παρ. 4 και 5 του ν. 2226/1994 «Εισαγωγή εκπαίδευση και μετεκπαίδευση στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας και στο Τμήμα Ανθυποπυραγών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και άλλες διατάξεις (Φ.Ε.Κ. 122 τ. Α΄), εκδόθηκε το προεδρικό διάταγμα 4/1995 «Εισαγωγή στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων με το σύστημα των γενικών εξετάσεων» (Φ.Ε.Κ. 1 τ. Α΄), το οποίο ορίζει στο άρθρο 2 τα εξής: «Προσόντα ιδιωτών υποψηφίων αξιωματικών και αστυφυλάκων: 1. Οι ιδιώτες υποψήφιοι για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας πρέπει να έχουν τα ακόλουθα προσόντα: α. Να μην υπερβαίνουν το 26ο έτος της ηλικίας τους κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους διενέργειας των εξετάσεων. β. Να είναι κάτοχοι τίτλου σπουδών που τους επιτρέπει τη συμμετοχή σε εξετάσεις για την εισαγωγή στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) της χώρας. γ. Να έχουν υγεία και άρτια σωματική διάπλαση, διαπιστούμενη από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή κατάταξης σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τη σωματική ικανότητα υποψήφιων των Σχολών Στρατού Ξηράς. δ. Να έχουν σωματικά, ψυχικά και διανοητικά προσόντα, ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις του αστυνομικού έργου. ε. … στ. Να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,70 μ. οι άνδρες και 1,65 μ. οι γυναίκες, χωρίς υποδήματα και στηθική περίμετρο οι άνδρες τουλάχιστον 0,83 μ. ζ… η… θ… ». Με την παρ. 1 του άρθρου 1 του προεδρικού διατάγματος 90/2003 (Φ.Ε.Κ. 82 τ. Α΄) η περίπτωση στ΄ αντικαταστάθηκε ως εξής: «Να έχουν ανάστημα (άνδρες και γυναίκες) τουλάχιστον 1,70 μ. χωρίς υποδήματα». Στο άρθρο 4 του προεδρικού διατάγματος 4/1995, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 2 του π. δ/τος 34/1996 (Φ.Ε.Κ. 24 τ. Α΄), ορίζεται ότι «1. Οι ιδιώτες υποψήφιοι υποβάλλουν αυτοπροσώπως στα Αστυνομικά Τμήματα του τόπου κατοικίας ή διαμονής τους τα δικαιολογητικά του άρθρου 3 παρ. 1 του παρόντος, μέσα στις προθεσμίες που ορίζει η προκήρυξη. 2. Το Αστυνομικό Τμήμα που δέχεται τα δικαιολογητικά: α. … β. Μετράει το ανάστημα κάθε υποψηφίου και συντάσσει σχετική βεβαίωση που επισυνάπτει στα δικαιολογητικά. γ. Επιστρέφει, χωρίς άλλη διατύπωση, τα δικαιολογητικά στους υποψήφιους, που δεν έχουν το απαιτούμενο ανάστημα ή το όριο ηλικίας, πλην αυτών που συνέταξε η Υπηρεσία. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως του υποψηφίου, το Αστυνομικό Τμήμα διαβιβάζει στις Υπηρεσίες του εδαφίου δ΄ του παρόντος άρθρου τα δικαιολογητικά, μαζί με τη βεβαίωση που συνέταξε για το ανάστημα του υποψηφίου. Οι Υπηρεσίες αποφαίνονται με πράξη τους οριστικώς επί της αμφισβητήσεως. δ. Υποβάλλει τα ανωτέρω δικαιολογητικά στην προϊσταμένη Αστυνομική Διεύθυνση ή Διεύθυνση Αστυνομίας. 3. …».
[…] 6. Επειδή, με τις 902-907/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003, η οποία ορίζει ως αναγκαίο προσόν για την πρόσβαση στις Σχολές Αστυνομικών και Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας κοινό, ανεξαρτήτως φύλου, ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ., προκαλείται έμμεση διάκριση λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών υποψηφίων, κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ «περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας» (ΕΕ L 39 της 14.2.1976) και, ήδη, της ισχύουσας, από 15.8.209, Οδηγίας 2006/54/ΕΚ «για την εφαρμογή της αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση)»(ΕΕ L 204 της 26.7.2006), η οποία (διάκριση) δεν αιτιολογείται, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα του ως άνω ελάχιστου ορίου, από το φέρον το σχετικό βάρος απόδειξης Δημόσιο, καθώς και υπέρβαση των ορίων της ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης του κανονιστικού νομοθέτη, λόγω παράβασης των συνταγματικών διατάξεων της ισότητας των φύλων και της αναλογικότητας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 116 παρ. 2, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία αυτού περί ισότητας των φύλων, αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις και αναλογικότητας, καθώς και τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου περί ισότητας των φύλων, όπως έχουν ερμηνευθεί με σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ιδίως, την από 18.10.2017 απόφαση (C-409/16) του Δ.Ε.Ε., που εκδόθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος ( του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε επταμελή σύνθεση). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, οι διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου (που έχουν ήδη αντικατασταθεί με αντίστοιχες της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ) «έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη … η οποία προβλέπει προϋπόθεση ελάχιστου αναστήματος 1,70 μ., ανεξαρτήτως φύλου, για τη συμμετοχή υποψηφίων στον διαγωνισμό για την κατάταξη σπουδαστών στην αστυνομική σχολή του κράτους μέλους αυτού, εφόσον η ρύθμιση αυτή αφενός περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες και αφετέρου δεν παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει». Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άσκηση της κρατικής εξουσίας στον τομέα τήρησης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας προϋποθέτει ότι το προσωπικό, το οποίο ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτών και να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή του, διαθέτει, εκτός των λοιπών αναγκαίων προσόντων, πολύ καλή φυσική κατάσταση και ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες (μυϊκή δύναμη, αντοχή, ταχύτητα κλπ.), η συνδρομή των οποίων εξακριβώνεται κατ’ αρχήν με την υποβολή των υποψηφίων σε ειδικές υγειονομικές εξετάσεις και αθλητικές δοκιμασίες. Ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, Διοίκηση, στα πλαίσια της ευρείας ευχέρειας ουσιαστικής εκτίμησης των καθηκόντων, συνθηκών εργασίας και αναγκών εκάστου σώματος ασφαλείας και της μέριμνας για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και εύρυθμης λειτουργίας του (που αποτελεί θεμιτό, κατά τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., σκοπό), δύναται επίσης να θεσπίζει, ως αναγκαία προσόντα για την πρόσβαση σε αυτό, απαιτήσεις που αφορούν φυσικά (σωματομετρικά) χαρακτηριστικά των υποψηφίων (όπως το πρόσφορο, ως εκ της αποστολής και της φύσεως των αρμοδιοτήτων των εν λόγω σωμάτων, προσόν ενός ελαχίστου αναστήματος), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου, για την εκπλήρωση της αποστολής εκάστου σώματος, μέτρου, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας. Για τον καθορισμό, ειδικότερα, των ελάχιστων αναγκαίων, για την πρόσβαση στα εν λόγω σώματα, ορίων ύψους, πρέπει να συνεκτιμώνται, εκτός των ανωτέρω στοιχείων, σχετικών με τις ανάγκες εκάστου σώματος, τόσο ο μέσος όρος ύψους του πληθυσμού (όπως προκύπτει από κατά το δυνατόν επικαιροποιημένες επιστημονικές μελέτες και έρευνες), από τον οποίο τα τιθέμενα όρια δεν πρέπει να αποκλίνουν υπέρμετρα, όσο και η κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τα συμπεράσματα σχετικών ερευνών και μελετών αντικειμενική βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ως προς το ανάστημα, η οποία επιτάσσει, κατ’ αρχήν, τη θέσπιση διαφορετικών ελαχίστων ορίων ύψους για άνδρες και γυναίκες υποψηφίους, με σκοπό την κατά το δυνατόν επίτευξη ουσιαστικής ισότητας ως προς την πρόσβαση των δύο φύλων στα εν λόγω σώματα. Κατ’ εξαίρεση, δύναται να οριστεί απαίτηση κοινού ελαχίστου αναστήματος, ανεξαρτήτως φύλου, των υποψηφίων, οριζομένου όμως του εν λόγω κοινού ορίου σε ύψος αρκούντως χαμηλό, ώστε να μην προκαλείται εξ αυτού αποκλεισμός δυσανάλογα μεγαλύτερου ποσοστού γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων, σε σχέση με το εκ του λόγου αυτού αποκλειόμενο ποσοστό ανδρών, καθόσον τούτο θα συνιστούσε έμμεση διάκριση λόγω φύλου κατά την έννοια της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ (και ήδη της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ), η οποία δύναται μόνο κατ’ εξαίρεση να αιτιολογηθεί αντικειμενικώς βάσει λόγων ασχέτων προς οιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και αναφερομένων σε ειδικές και συγκεκριμένες απαιτήσεις των καθηκόντων των μελών του οικείου σώματος ασφαλείας, ικανές να τεκμηριώσουν επαρκώς την προσφορότητα και αναγκαιότητα της συγκεκριμένης προϋπόθεσης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα αναγόμενα στο χρονικό διάστημα 2001-2009, επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, σύμφωνα με τα οποία (α) ο μέσος όρος ύψους των ανδρών ηλικίας 18-24 ετών ανέρχεται σε 1,77-1,78 μ., ενώ των γυναικών αντίστοιχης ηλικίας σε 1,63 μ., (β) ύψος χαμηλότερο του 1,70 μ. έχει, ανεξαρτήτως ηλικίας, το 20% των ανδρών, (γ) ύψος 1,70 μ. και μεγαλύτερο διαθέτει το 19% του γυναικείου πληθυσμού, έκρινε ότι το ποσοστό των γυναικών εν δυνάμει υποψηφίων που κατά τον κρίσιμο χρόνο αποκλείονταν, λόγω ύψους χαμηλότερου του ελαχίστου απαιτούμενου κατά την επίμαχη διάταξη, της δυνατότητας πρόσβασης στις σχολές Αστυφυλάκων και Αστυνομικών της ΕΛ.ΑΣ., εμφανίζεται δυσανάλογα μεγαλύτερο (τετραπλάσιο) του ποσοστού των ανδρών εν δυνάμει υποψηφίων, που αποκλείονταν για τον ίδιο λόγο της δυνατότητας αυτής. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ούτε από τις οικείες διατάξεις ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες αυτών, ούτε από άλλα στοιχεία, που τέθηκαν υπόψη του από το φέρον το σχετικό βάρος απόδειξης Δημόσιο, προκύπτουν αποχρώντες λόγοι, συνδεόμενοι με ειδικές απαιτήσεις των καθηκόντων του αστυνομικού σώματος ή τις συνθήκες άσκησης αυτών, οι οποίοι να υπαγορεύουν ως αναγκαίο προσόν για τις γυναίκες υποψήφιες, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, το συγκεκριμένο, κοινό για τα δύο φύλα και σημαντικά υψηλότερο (κατά 7 εκατοστά) του γυναικείου μέσου όρου ύψους, ανάστημα (ΣτΕ 1660/ 2021).