ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1188/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(Ειδική Διαδικασία Απαλλοτριώσεων)
Ι.Α. Με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ.1, 2, 3, και 4 του ισχύοντος μετά την αναθεώρηση του έτους 2001, Συντάγματος ορίζεται αντίστοιχα ότι « Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος » (παρ. 1), «Κανένας δε στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. […]
Η αναθεωρημένη ρύθμιση του άρθρου 17 του ισχύοντος Συντάγματος έχει εισαχθεί προκειμένου να εναρμονιστεί το εσωτερικό δίκαιο προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου […]. Οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ.1,2,3 και 4 εδ. α και β του Συντάγματος ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και στο άρθρο 13 παρ.1-3 του Ν. 2882/2001 – ΚΑΑΑ, όπως ισχύει, ενώ οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της αυτής παρ. 4 του ίδιου άρθρου 17, που επιτρέπει και καθιστά έτσι συνταγματικά ανεκτή την πραγματοποίηση εργασιών στις απαλλοτριωθείσες εκτάσεις και άρα και την κατάληψή τους για τον σκοπό αυτόν και όχι για την συντέλεση της απαλλοτρίωσης, πριν τον ορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, εξειδικεύτηκαν με το άρθρο 1 παρ. 3 του εκτελεστικού της συνταγματικής διάταξης νόμου 2985/2002 […] με το οποίο προστέθηκε το άρθρο 7Α στον Κώδικα των Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου, […], ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας είναι δυνατόν με ειδική απόφαση του Εφετείου, που δικάζει σε μονομελή σύνθεση με τη διαδικασία του άρθρου 21 του παρόντος, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης. Με την απόφαση διατάσσεται η αποβολή του ιδιοκτήτη, νομέα, ή κατόχου από το ακίνητο και η άμεση παράδοση αυτού. Οι απαλλοτριώσεις του προηγούμενου εδαφίου κηρύσσονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου , με την οποία προβλέπεται ρητά η δυνατότητα αυτή. […].
Β. […].
ΙΙ. […]. Με βάση τα περιστατικά αυτά, το αιτούν, επικαλούμενο την ιδιότητα του υπόχρεου να καταβάλει την λόγω της απαλλοτρίωσης αποζημίωση καθώς και αυτήν του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, ζητά να του παρασχεθεί η άδεια να πραγματοποιήσει εργασίες στην παραπάνω απολλοτριούμενη ιδιοκτησία των καθ΄ων η αίτηση, πριν τον προσδιορισμό και την καταβολή αποζημίωσης, με την υποχρέωση του να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ως εύλογη αποζημίωση, το 70% της αξίας του ως άνω απαλλοτριωθέντος ακινήτου, όπως αυτή αναφέρεται, στο επισυναπτόμενο φύλλο προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, να διαταχθεί η αποβολή των καθ΄ων – ιδιοκτητών από το ως άνω ακίνητο ή των νομέων ή κατόχων τους ή κάθε τρίτου έλκοντος δικαιώματα από τους ανωτέρω, υπό τον όρο της κατά τα ανωτέρω παρακατάθεσης της εύλογης αποζημίωσης και να επιδικασθεί δικαστική δαπάνη , ύστερα από αίτηση των καθ΄ών σε βάρος του αιτούντος με βάση τις σχετικές διατάξεις.
ΙΙΙ. […]. Με την υπ΄αριθμ. …/27-9-2022 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου […] με θέμα: «Υπαγωγή απαλλοτριώσεων ακινήτων στην παρ. 1 του άρθρου 7Α του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων και παροχή εξουσιοδότησης στα αρμόδια όργανα για την κήρυξη απαλλοτριώσεων» και το έργο της ανέγερσης του […], χαρακτηρίστηκε ως έργο γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας, υπαγόμενο στην διαδικασία του άρθρου 7Α του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001) και η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε υπέρ του Δήμου και με δαπάνες του αιτούντος Δήμου […].
Με βάση το σύνολο όλων όσων προαναφέρθηκαν και ύστερα από την στάθμιση όλων των αποδεικτικών μέσων, κρινόμενα με βάση τη χρονική, ποιοτική και τοπική προσφορότητα τους, σε συνδυασμό και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που αυτεπαγγέλτως λαμβάνονται υπόψη (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), λαμβανομένου, περαιτέρω, υπόψη ότι από τις διατάξεις των παρ.7 εδ. τελ. του άρθρου 19 και της παρ.8 του άρθρου 20 του ίδιου Ν. 2882/2001 – ΚΑΑΑ, που εφαρμόζονται και στην διαδικασία της ειδικής αίτησης του άρθρου 7Α και με την πρώτη από τις οποίες ορίζεται ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ερευνά την αίτηση προσδιορισμού τιμής μονάδας αποζημίωσης κατ’ ουσίαν και επί απουσίας ενός των διαδίκων και με την δεύτερη , ότι το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, προκύπτει ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει την πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, η οποία, ως τοιαύτη, δεν αποτελεί πραγματικό γεγονός επιδεκτικό δικαστικής ομολογίας, και τη με βάση αυτήν εύλογη αποζημίωση του άρθρου 7Α, δεν δεσμεύεται από τον χρηματικό προσδιορισμό της αξίας του απαλλοτριωμένου που γίνεται είτε με την αίτηση είτε με την ανταίτηση , αλλά τον καθορισμό της πραγματικής αξίας του ακινήτου που απαλλοτριώνεται θα επιχειρήσει κατά συνείδηση, εκτιμώντας ελευθέρως τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα […], κρίνεται ότι η πραγματική αξία του επίδικου απαλλοτριωθέντος εδαφικού τμήματος της επίμαχης ιδιοκτησίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ημέρας κατάθεσης της αίτησης της 29-4-2024 (άρθρο 7Α παρ.3 του Ν 2882/2001 – ΚΑΑΑ), η οποία (πραγματική αξία) καλύπτει πλήρως την οφειλόμενη στους δικαιούχους αποζημίωση και επιτρέπει την αντικατάσταση του απαλλοτριωθέντος με άλλο, ισάξιο, σύμφωνα και με την συνταγματική επιταγή (άρθρο 17 παρ.2 εδ. α του Συντάγματος), χωρίς να ληφθεί υπόψη, η ανατίμηση ή υποτίμηση του ακινήτου, που επήλθε μετά την απαλλοτρίωση και οφείλεται σ΄αυτήν ή την εξαγγελία της ή σε ενέργεια του ιδιοκτήτη του (άρθρο 17 παρ.3 του Συντάγματος και άρθρο 13 παρ. 2 του Ν 2882/2001 – ΚΑΑΑ), υπολογιζόμενης, όμως της ανατίμησης που επήλθε, μετά την απαλλοτρίωση, μέχρι το χρόνο της παρούσας συζήτησης […].
Συνακόλουθα όλων των ανωτέρω, πρέπει, αφού γίνουν δεκτές εν μέρει η αίτηση, οι ανταιτήσεις και η παρέμβαση – ανταίτηση : α) να παρασχεθεί η αιτούμενη άδεια πραγματοποίησης εργασιών β) να οριστεί η εύλογη αποζημίωση που πριν την κατάληψη πρέπει να καταβάλει το αιτούν στις δικαιούχες ιδιοκτησίες για το απαλλοτριωθέν εδαφικό τμήμα, επί των οποίων δικαιώματα κυριότητας προβάλουν κατά τα ήδη λεχθέντα , οι παριστάμενοι καθ’ων – ανταιτούντες, εικαζόμενοι δικαιούχοι κατά το κτηματολογικό πίνακα και το Ελληνικό Δημόσιο, σε ποσοστό 80 % επί της ανωτέρω αξίας του εδάφους του και γ) να διαταχθεί η αποβολή των ιδιοκτητών, νομέων ή κατόχων ή οποιουδήποτε τρίτου έλκει δικαιώματα από αυτούς, του παραπάνω ακινήτου (πάντα ως προς το απαλλοτριωθέν τμήμα του), με τον όρο της κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της ανωτέρω καθορισθείσας εύλογης αποζημίωσης. Τμήμα της προσδιοριζόμενης δικαστικής δαπάνης (18 παρ. 4 του Ν 2882/2001 – ΚΑΑΑ), του δικαιούχου της αποζημίωσης του βαρυνόμενου με την απαλλοτρίωση, αποτελεί και η δαπάνη του, στα πλαίσια της δίκης για παροχή άδειας κατάληψης των απαλλοτριούμενων ακινήτων, πριν από τον καθορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, που διεξάγεται, μετά από αίτηση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, υπόχρεου για την καταβολή αποζημίωσης, σε βάρος του δικαιούχου αυτής, ως προκαταβολή της αντίστοιχης δαπάνης στην οποία θα υποβληθεί κατά τον προσωρινό ή και οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης , οπότε νόμιμα επιβάλλεται, σε βάρος του υπόχρεου, και στη δίκη αυτή η, συνεχόμενη με το κεφάλαιο του προαναφερθέντος εύλογου τμήματος αποζημίωσης, δικαστική δαπάνη, προσδιοριζόμενη ωσαύτως στα πλαίσια του άρθρου 18 παρ.4 του ΚΑΑΑ. Έτσι, και η προσδιοριζόμενη και στα πλαίσια δίκης του άρθρου 7Α του ΚΑΑΑ (ως προκαταβολή) δικαστική δαπάνη του δικαιούχου της αποζημίωσης, που αποτελεί παρακολούθημά της, προσαυξάνει το ποσό της, βαρύνει τον υπόχρεο αυτής και πρέπει να επιδικάζεται σε βάρος του τελευταίου και να περιέρχεται στο δικαιούχο ώστε να μην επέρχεται μείωση της πλήρους αποζημίωσης […].