ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 21/2023 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Δ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 21/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ Δ

 

      Με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ.1,2,3 και 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα, όμως, που απορρέουν από αυτή, δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος (παρ. 1),  κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια, που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία, την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά τον χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τον χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. […]. Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας, είναι δυνατόν, με ειδική απόφαση του δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο για τον οριστικό ή προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τμήματος αυτής και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της, όπως νόμος ορίζει. […]. Η αναθεωρημένη ρύθμιση του άρθρου 17 του Συντάγματος (2001) έχει εισαχθεί, προκειμένου να εναρμονιστεί το εσωτερικό δίκαιο με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σχετικά με την έννοια της προστασίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας […]. Οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ.1,2,3 και 4 του Συντάγματος ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και στο άρθρο 13 παρ.1-3 Ν. 2882/2001, όπως ισχύει, και οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 4 εδ .γ’ του Συντάγματος εξειδικεύτηκαν με το εκτελεστικό άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 2985/2002, με το οποίο προστέθηκε το άρθρο 7Α στον Ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (ΚΑΑΑ). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του τελευταίου, προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας, είναι δυνατόν με ειδική απόφαση του εφετείου, που δικάζει σε μονομελή σύνθεση με τη διαδικασία του άρθρου 21 του ΚΑΑΑ, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή αποζημίωσης. Οι απαλλοτριώσεις του προηγούμενου εδαφίου κηρύσσονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία προβλέπεται ρητά η δυνατότητα αυτή.[…]. Με απόφασή του το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εξουσιοδοτεί το αρμόδιο για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης όργανο να προβαίνει στην κήρυξη απαλλοτριώσεων  για την εκτέλεση του έργου, στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου αυτού (παρ. 1). Το δικαστήριο, παρέχοντας την άδεια, υποχρεώνει τον βαρυνόμενο με την δαπάνη της απαλλοτρίωσης να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, πριν από την κατάληψη του ακινήτου, εύλογο τμήμα της αποζημίωσης, που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 70% της κατά το σύστημα προσδιοριζόμενης αντικειμενικής αξίας αυτού, άλλως της εκτιμώμενης αποζημίωσης , που έχει το ακίνητο κατά την ημέρα κατάθεσης της αίτησης. Η απόφαση του εφετείου, με την οποία προέρχεται η άδεια προσωρινής κατάληψης και καθορίζεται η εύλογη αποζημίωση, δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο και δεν παράγει δεδικασμένο ως προς τον καθορισμό του ύψους της πλήρους αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 20.

   Από τις ως άνω διατάξεις του εκτελεστικού νόμου προκύπτει ότι, προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας και εφόσον η κήρυξη της απαλλοτρίωσης έχει γίνει με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ή, αν μεταγενέστερα διαπιστώθηκε η επείγουσα ανάγκη, εκδόθηκε ειδική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, είναι δυνατόν με ειδική απόφαση του εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής, το οποίο δικάζει κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 21 του ανωτέρω Κώδικα, να επιτραπεί η πραγματοποίηση εργασιών στην απαλλοτριούμενη έκταση και πριν από τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης  και την καταβολή αυτής, με ταυτόχρονη υποχρέωση του βαρυνόμενου με την δαπάνη της απαλλοτρίωσης να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, πριν από την κατάληψη του ακινήτου, εύλογο τμήμα της αποζημίωσης, το οποίο προσδιορίζεται από το εφετείο και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 70% της αντικειμενικής αξίας του απαλλοτριούμενου ακινήτου και των συναπαλλοτριούμενων συστατικών αυτού, άλλως της εκτιμώμενης αποζημίωσης, που έχει το ακίνητο κατά την ημέρα κατάθεσης της αίτησης. Ως εκτιμώμενη αποζημίωση νοείται η πραγματική αγοραία αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου και των συναπαλλοτριούμενων συστατικών αυτού. Οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 7Α ΚΑΑΑ παρέχουν πλήρως τα εχέγγυα δίκαιης και ορθής κρίσης και ταχύτερης ολοκλήρωσης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης, ενώ δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), […].

    Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση το Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την, κατ’ άρθρο 7Α του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΚΑΑΑ), παροχή άδειας πραγματοποίησης εργασιών, που αφορούν την αναφερόμενη στην αίτηση απαλλοτρίωση, λόγω άμεσης ανάγκης, τον καθορισμό του εύλογου τιμήματος της αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης, σε ποσοστό 70%, καθώς και την αποβολή των καθών η αίτηση και την άμεση παράδοση των απαλλοτριούμενων ακινήτων. Η αίτηση παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος [..].

    Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 7Α ΚΑΑΑ (Ν.2882/2001), κατά την εκδίκαση της ειδικής αίτησης εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στις διατάξεις του άρθρου 21 του ΚΑΑΑ διαδικασία. […].

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο πρώτος των καθών, Δήμος […], με τις προτάσεις του, που προκατατέθηκαν στις 14.11.2022, δηλαδή πλέον των (5) ημερών πριν τη συζήτηση της αίτησης στις 21.11.2022, άσκησε παραδεκτά και εμπρόθεσμα ανταίτηση, με την οποία ζητεί να οριστεί από το Δικαστήριο υψηλότερη τιμή μονάδας αποζημίωσης για το έδαφος σε σχέση με την αιτούμενη από το Ελληνικό Δημόσιο, συγκεκριμένα δε, αντί της αιτούμενης των 0,50 ευρώ ανά τ.μ., αυτή των 50 ευρώ ανά τ.μ., να αναγνωρισθεί ο ίδιος δικαιούχος της αποζημίωσης, καθώς και να καταδικασθεί το αιτούν στα δικαστικά του έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό η ανταίτηση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη, σύμφωνα και με την ανωτέρω νομική σκέψη, στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 5 του ΚΑΑΑ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, πλην του αιτήματος να αναγνωρισθεί ο αιτών δικαιούχος της αποζημίωσης, ως προς το οποίο τυγχάνει απαράδεκτη, καθώς αναφέρθηκε σε κεφάλαιο για το οποίο δεν ασκήθηκε αίτηση. Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, η αναγνώριση των δικαιούχων αποζημίωσης απαλλοτρίωσης γίνεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 26 και 27 του ΚΑΑΑ και δεν αποτελεί αντικείμενο της ειδικής αίτησης του άρθρου 7Α  του ίδιου Κώδικα.[…].

   Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές η αίτηση και η ανταίτηση, να παρασχεθεί η αιτούμενη άδεια πραγματοποίησης εργασιών, να οριστεί το εύλογο τμήμα της αποζημίωσης, το οποίο υποχρεούται να καταβάλει το αιτούν στους δικαιούχους αποζημίωσης πριν από την κατάληψη των ακινήτων σε ποσοστό 70% επί της ανωτέρω αξίας των ακινήτων και των επικειμένων τους, και διαταχθεί η αποβολή των καθών η αίτηση από τα ακίνητα και η άμεση παράδοση αυτών στο αιτούν.

     Τέλος, τμήμα της προσδιοριζόμενης δικαστικής δαπάνης (άρθρο 18 παρ. 4 ΚΑΑΑ) του δικαιούχου της αποζημίωσης αποτελεί και η δαπάνη του στο πλαίσιο της δίκης για παροχή άδειας κατάληψης των απαλλοτριούμενων ακινήτων πριν από τον καθορισμό και την καταβολή αποζημίωσης, που διεξάγεται μετά από αίτηση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση, υπόχρεου για την καταβολή της αποζημίωσης, σε βάρος του δικαιούχου αυτής, ως προκαταβολή της αντίστοιχης δαπάνης στην οποία θα υποβληθεί κατά τον προσωρινό ή και οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, οπότε νόμιμα επιβάλλεται σε βάρος του υποχρέου και στη δίκη αυτή η συνεχόμενη με το κεφάλαιο του προαναφερθέντος εύλογου τμήματος αποζημίωσης δικαστική δαπάνη, προσδιοριζόμενα επίσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 παρ.4 ΚΑΑΑ.