Αριθμός 920/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Περίληψη απόφασης
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 67 ν. 4735/2020, η συγκεκριμένη διάταξη οδηγεί σε αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων εγκλημάτων (που αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάσει ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και για ορισμένα (συγκεκριμένα) πρόσωπα (αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού που έχουν ήδη τελεστεί μέχρι τις 31.7.2019), με αποτέλεσμα την άρση του αξιοποίνου αυτών, με την οριστική παύση των ποινικών και πειθαρχικών διώξεων εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους και στην εξαφάνιση των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν. Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει από την ανωτέρω διάταξη είναι η αοριστία του περιεχομένου της, καθώς η γενικότητα στη διατύπωσή της συνεπάγεται την εξάλειψη του αξιοποίνου όλων των πράξεων όλων των παραπάνω προσώπων, οι οποίες ανάγονται απεριόριστα (πριν την 1.8.2019, δηλαδή που τελέστηκαν μέχρι και 31.7.2019) στο παρελθόν, προκαλώντας ανασφάλεια δικαίου. Τούτο δε καθόσον, οι λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου μπορεί μεν να εκφράζουν συγκεκριμένες δικαιοπολιτικές επιλογές του νομοθέτη, οι οποίες σχετίζονται με τη μη τιμώρηση του δράστη, αλλά αυτό συμβαίνει όταν η σημασία της ποινικής κύρωσης έχει απωλέσει στην εκάστοτε περίπτωση την αναγκαιότητα και την χρησιμότητά της, ώστε πλέον να μην εκφράζεται το ενδιαφέρον της πολιτείας γι’ αυτήν και δεν μπορεί να συμβαίνει αδιαφόρως της βαρύτητας των εγκλημάτων που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτόν. Είναι δε προφανές ότι, μια τέτοια άρση του αξιοποίνου, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Σ. περί αμνηστίας, η οποία οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου ακόμη και σε εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεις, μετά από παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας, με την παράλληλη αναδρομική εξάλειψη όλων των συνεπειών της ποινικής κύρωσης, αλλά και σε περίπτωση που η πράξη έχει εκδικαστεί και έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ότι αφορά αποκλειστικά και μόνο σε πολιτικά εγκλήματα, χωρίς να μπορεί να εφαρμοστεί για τα κοινά, γεγονός, που απορρέει τόσο από το γράμμα του Συντάγματος, όσο και από την ίδια την υφή του θεσμού, που οδηγεί σε ασυμβίβαστη με την αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών (άρθρο 26 του Σ) παρέμβαση της νομοθετικής και, μέσω αυτής, της εκτελεστικής εξουσίας, στη δικαστική λειτουργία. Αντίθετα, ο θεσμός της ειδικής παραγραφής των εγκλημάτων, ο οποίος, παρότι δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά, εν τούτοις αναγνωρίζεται θεωρητικά και νομολογιακά, αποτελεί επίσης έναν λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου, που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ αμνηστίας και παραγραφής.
Με την ρύθμιση του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, εισάγεται νομοθετική διάταξη που αφορά εξατομικευμένη περίπτωση και υποκρύπτει αμνηστία, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη των προσώπων που έχουν την ιδιότητα των αιρετών και υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής κατηγορία ή και αμετάκλητη καταδίκη, γεγονός το οποίο αντιβαίνει ευθέως στο Σύνταγμα, που ορίζει πως δεν δύναται να χορηγηθεί αμνηστία σε κοινά εγκλήματα (άρθρο 47 παρ. 4), αλλά και στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και, επομένως, είναι αντισυνταγματική, σημειουμένου και ότι, το διαφορετικό περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 93 ν. 4745/2020 σε σχέση με αυτήν, πέραν του ότι και αυτή καταδεικνύει την αντισυνταγματικότητα της προηγούμενης διάταξης, δημιουργεί μία δυσμενέστερη ως προς τους κατηγορουμένους ρύθμιση, η οποία ως τέτοια (ούσα, κατά τα ανωτέρω, ψευδοερμηνευτική) πρέπει να θεωρηθεί ανεφάρμοστη με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ.
Εν όψει των ανωτέρω και λαμβανομένων, περαιτέρω, υπόψη ότι: Α) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, “τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα”, ήτοι ο δικαστής έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, αν υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα αν διάταξη νόμου σαφώς θεσπίζει αδικαιολόγητα παύση της ποινικής ευθύνης ορισμένης κατηγορίας προσώπων για μη πολιτικά εγκλήματα. Β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 Σ [όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη Ζ’ (2001) Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων] “Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας” και η οποία (διάταξη) έχει δικονομικό χαρακτήρα, μη συνιστώσα ρωγμή στο σύστημα του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, δεδομένου ότι οι κυρίαρχοι σχηματισμοί στα Ανώτατα Δικαστήρια είναι οι Ολομέλειες και η διαίρεση των δικαστηρίων αυτών σε τμήματα αποτελεί επιλογή του κοινού νομοθέτη με σκοπό την ταχύτερη επίλυση των διαφορών από μικρότερους αριθμητικά δικαστικούς σχηματισμούς, εξοικειωμένους με το χειρισμό συγκεκριμένου κύκλου υποθέσεων και, επομένως, η ρύθμιση του άρθρου 100 παρ. 5 Συντ. συνιστά πλαίσιο δικονομικής οργάνωσης του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων και όχι περιορισμό του διάχυτου ελέγχου. Γ) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 2 εδ. γ’ περ. γ’ ν. 4938/2022 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις, όπως κωδικοποιήθηκε με το ν. 5108/2024) …. “Στην πλήρη Ολομέλεια υπάγονται: ….. γ) οι περιπτώσεις που το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού” (και, επομένως, εξ αντιδιαστολής, και όταν τμήμα του ΑΠ καταφάσκει την αντισυνταγματικότητα νόμου), όπως επίσης προβλέπεται και στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 3810/1957, η οποία έχει διατηρηθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου να κριθεί το ζήτημα αν η διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1, 26 και 47 παρ. 3, 4 του Συντάγματος.
Κείμενο Απόφασης
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Φώτιο Μουζάκη-Εισηγητή και Αικατερίνη Χονδρορίζου Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 1843/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α’ Βαθμού). Με κατηγορούμενους τους: 1. Π. Ψ. του Χ., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολακόπουλο και 2. Δ. Ψ. του Χ., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Παναγιωτάκη. Και με υποστηρίζον την κατηγορία το Ν.Π.Δ.Δ. “…”, ως καθολικό διάδοχο του Ν.Π.Δ.Δ., με δ.τ. “…”, νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μακρή.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α’ Βαθμού), με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2024 έκθεση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, Νίκης Κορίζη, έλαβε αριθμό 6/2024 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 111/2024.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Εισάγεται ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ζ’ Ποινικό Τμήμα) η υπ’ αριθμ. 6/2024 αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 1843/23-24/10/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α’ βαθμού).
ΙΙ. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠΔ, “μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507” (του ιδίου Κώδικα), δηλαδή μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώριση της απόφασης, στο υπό του άρθρου 473 παρ. 3, του ιδίου Κώδικα, προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οιασδήποτε αθωωτικής ή καταδικαστικής αποφάσεως εκδιδομένης υπό οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ). Επομένως, η ένδικη υπ’ αριθμ. 6/30-1-2024 αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που στρέφεται κατά της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία, το ως άνω δικαστήριο, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, κατ’ άρθρο 67 του Ν.4735/2020, κατά των κατηγορουμένων Π. Ψ. του Χ. και Δ. Ψ. του Χ., για τις πράξεις: α) της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά Ν.Π.Δ.Δ και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και β) της ψευδούς βεβαιώσεως κατ’ εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά Ν.Π.Δ.Δ. και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (δηλαδή για παράβαση των άρθρων 1,2,13 εδ α, 14,16, 17,18,26,27, 45, 47 παρ. 1 51,52, 60, 79,94 παρ. 1, 98, 242 παρ 1-3, 256 περ. γ’ υποπερ. Β παλαιού Π.Κ. και ήδη κατηργημένο άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 1608/1950) και η οποία (αναίρεση) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στις 30-1-2024, δηλαδή εντός της μηνιαίας προθεσμίας από την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής του εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου, που έλαβε χώρα στις 16-1-2014, περιέχει δε ως λόγο αναίρεσης την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς την βασιμότητα του λόγου της.
ΙΙΙ. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνην που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 335/2023, ΑΠ 650/2019). Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 548/2023, ΑΠ 230/2020, ΑΠ 160/2020, ΑΠ 28/2017). Η εσφαλμένη ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (ΑΠ 796/2023, ΑΠ 353/2023, ΑΠ 782/2022). Περαιτέρω, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως μπορεί να συντρέχει και όταν λαμβάνει χώρα εφαρμογή διατάξεως που αντίκειται στο Σύνταγμα. Δηλαδή, είναι εσφαλμένη η εφαρμογή μιας τέτοιας διατάξεως στο βαθμό που τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, όπως, άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 93§4 (Ολ ΑΠ 3/2016, ΑΠ 243/2023, ΑΠ 885/2011, ΑΠ 1684/1986), στο πλαίσιο του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των ποινικών νόμων, αρνούμενος να εφαρμόσει ποινικές διατάξεις αντικείμενες (κατά περίπτωση) στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών και στους συνταγματικούς ορισμούς περί αμνηστίας (Ολ ΑΠ 3/2016), στην αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ Ολ 2/2022, ΑΠ 885/2011), στη συνταγματική αρχή της ισότητας (4 παρ. 1 Σ) [a contrario επιχείρημα από την ΑΠ 158/2021, πρβλ. και ΑΠ 31/1936, καθώς και Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Αγγέλου Μπουρόπουλου) υπ’ αριθμ. 3/1936, κατά την οποία ευνοϊκή νομοθετική ρύθμιση για ορισμένους πολίτες ή μία ορισμένη κατηγορία πολιτών, χωρίς τη συνδρομή σοβαρού λόγου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, “αντίκειται εις την υπό του Συντάγματος καθιερωμένην ισότητα των πολιτών, επιβάλλουσαν εις τον νομοθέτην την ίσην μεταχείρισιν αυτών εν ισότητι αδικοπραξίας”]. Εξάλλου, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, “1. η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια)· οι αποφάσεις Τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού”. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος “4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα”. Εξάλλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος “…3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παροχή αμνηστίας είναι πάντοτε μεταγενέστερη της πράξης στην οποία αφορά, ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση αυτής, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με την αμνηστία ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης και αυτός είναι ο λόγος που η παροχή της περιορίζεται μόνο στα πολιτικά και όχι στα κοινά εγκλήματα. Με την αμνηστία αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της, η ασκηθείσα δε ποινική δίωξη άγεται εν τέλει σε οριστική παύση (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠΔ), χωρίς, όμως, να αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται [ΟλΑΠ 3/2016, ΟλΑΠ 11/2001]. Περαιτέρω, το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διατάξεως (πχ εξάλειψη αξιοποίνου, ειδική παραγραφή), η οποία ονομασία μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανομένου νομοθετικού μέτρου (ΑΠ 541/2017). Η προβλεπόμενη στον Ποινικό Κώδικα παραγραφή και οι λοιποί λόγοι εξαλείψεως του αξιοποίνου διακρίνονται σαφώς από την περιστασιακή και στοχευμένη αμνηστία, διότι εκείνοι δεν θεσπίζονται εκ των υστέρων για την κατάργηση των ποινικών συνεπειών ορισμένων διαπραχθέντων ήδη εγκλημάτων, αλλά αφορούν απροσώπως την πράξη. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, “τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα”, ήτοι ο δικαστής έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, αν υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα αν διάταξη νόμου σαφώς θεσπίζει αδικαιολόγητα παύση της ποινικής ευθύνης ορισμένης κατηγορίας προσώπων για μη πολιτικά εγκλήματα (ΑΠ 415/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α’ Βαθμού), με την υπ’ αριθμ. 1843/23-24/10/2023 απόφασή του, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, κατ’ άρθρο 67 του Ν.4735/2020, κατά των κατηγορουμένων Π. Ψ. του Χ. και Δ. Ψ. του Χ., για τις πράξεις: α) της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά Ν.Π.Δ.Δ και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και β) της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά Ν.Π.Δ.Δ. και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Ειδικότερα δε, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω για τον αναιρετικό έλεγχο σκεπτικό του, το ως άνω δικαστήριο, αφού πρώτα προέβη σε ανάλυση των εννοιών της αμνηστίας, της ειδικής παραγραφής και αναφέρθηκε στα άρθρα 67 του Ν.4735/2020 και 93 του Ν.4745/2020, δέχθηκε τα ακόλουθα, στο αποδεικτικό και νομικό πόρισμά του: “Από την αποδεικτική διαδικασία, που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, όλα εκτιμώμενα κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠοινΔ), και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Ψ. του Χ., ήταν Νομάρχης του ΝΠΔΔ “…” (…), κατά το χρονικό διάστημα 2007-2010, αναδειχθείς στο ως άνω αξίωμα, κατά τις αυτοδιοικητικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 15 Οκτωβρίου του έτους 2006. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα Αντινομάρχης της …, και εκ του νόμου αναπληρωτής του πρώτου κατηγορούμενου, ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Ψ. του Χ., με τον οποίο συνδέονται με συγγενική σχέση (είναι αδέλφια). Γενικός Γραμματέας της …, έχοντας την ιδιότητα του αμέσως μετά τον Νομάρχη προϊστάμενου όλων των υπηρεσιών της (άρθρο 4 παρ. 3 Ν.3274/2004), ήταν ο ήδη αποβιώσας τρίτος κατηγορούμενος Δ. Λ. του Χ., κατά του οποίου έχει ήδη παύσει η ποινική δίωξη λόγω θανάτου. Σε βάρος των ως άνω κατηγορουμένων, κατόπιν της υπ’αρ.374/18.6.2018 παραγγελίας του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς του Εφετείου Θεσσαλονίκης προς την επίκουρη Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, ασκήθηκε ποινική δίωξη, συγκεκριμένα κατά των δύο πρώτων κατηγορουμένων πρώην Νομάρχη και Αντινομάρχη … αντίστοιχα, για τα αδικήματα κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό μετά την ισχύ του Ν.4619/2019, α) της απιστίας που στρέφεται άμεσα κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου της …, από κοινού κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, β) της ψευδούς βεβαίωσης που στρέφεται άμεσα κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ και αντίστοιχο παράνομο όφελος στους φερόμενους αναδόχους έργων, σε βάρος δε του ήδη αποβιώσαντος Δ. Λ., πρώην Γ.Γ. της … για συνέργεια στην ανωτέρω πράξη της απιστίας. Η ως άνω ποινική δίωξη, ασκήθηκε μετά την διαβίβαση, της με αριθμό ΒΜ ΕΔ 2013/82 δικογραφίας, που σχηματίστηκε από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης προς την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς του Εφετείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει του υπ άρ. ΑΠ ΕΜΠ …/ 18.12.2017 εγγράφου. Αφορμή δε, για την διερεύνηση του αναφερόμενου σ’ αυτή ζητήματος, και την άσκηση ποινικής δίωξης, αποτέλεσαν οι καταγγελίες στις οποίες προέβη στις 1.11.2010, 2.11.2010 και 3.11.2010, ο Μ. Τ., υποψήφιος Περιφερειάρχης …, κατά τον χρόνο εκείνο, υποβάλλοντας, προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, μήνυση (αριθμός μηνύσεως Γ 2010/853) σχετικά με παρανομίες της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της …, υπό την διοίκηση του πρώτου κατηγορουμένου Π. Ψ., αναφορικά με το έργο “Αποκατάσταση της ροής σε κοίτες ρεμάτων του … μετά τις θεομηνίες Μαρτίου και Ιουνίου του έτους 2009”. Των ως άνω καταγγελιών, ακολούθησε η υπ’ αρ. Ε Γ22-11/557 από 11.11.2010 παραγγελία της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, στα πλαίσια της οποίας και ειδικότερα στην από 22.6.2012 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης, ο ως άνω καταγγέλλων, ανέπτυξε τις καταγγελίες του, αναφέροντας μεταξύ άλλων και παραβατικές ενέργειες της …, σχετικά με την εκτέλεση έργων με την μέθοδο της σύμβασης μίσθωσης έργου. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης διερευνήθηκαν και άλλα θέματα, όπως παρανομίες για απευθείας αναθέσεις, κατατμήσεις για έργα που εκτελέστηκαν από την Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της πρώην …, που δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση κατηγορίας. Για την ένδικη υπόθεση, συντάχθηκε η υπ’ αρ. ΕΜΠ ΔΕΕ …/30.11.2015 Έκθεση Ελέγχου του άρθρου 2 του Ν.2343/1995 και άρθρου 3 Π.Δ. 211/1996 του Οικονομικού Επιθεωρητή Α. Γ. (με τον ν. 4254/2014 η Γ.Δ.Ο.Ε. καταργήθηκε και οι οικονομικοί Επιθεωρητές τοποθετήθηκαν στην Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων). Ο ίδιος δε Οικονομικός Επιθεωρητής είχε συντάξει και τις υπ’αρ. ΕΜΠ …/31.8.2011 και …/18.1.2013 εκθέσεις ελέγχου για ανεξάρτητες της ένδικης, αλλά συναφούς περιεχομένου υποθέσεις. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, κατά την περίοδο 2007 – 2009 στις Διευθύνσεις της πρώην … Υγείας, Αλιείας, Ανάπτυξης, Παιδείας – Αθλητισμού – Τουρισμού, Τεχνικών Υπηρεσιών και Τμήμα Τύπου – Δημοσίων Σχέσεων, φέρονται να προγραμματίστηκαν έργα για εκτέλεση με την μέθοδο σύμβασης μίσθωσης έργου με αναφερόμενο τόπο εκτέλεσης τις ανωτέρω διευθύνσεις, ήτοι οκτώ έργα συνολικού ποσού 1.374.775,22 ευρώ και καθαρού ποσού (αφαιρουμένων των κρατήσεων) 1.112.548, 95 ευρώ. Για τα έργα αυτά εκδόθηκαν κατά τα έτη 2007 -2010 χρηματικά εντάλματα πληρωμής των αναδόχων, μετά από έλεγχο της Υ.Δ.Ε. και εξοφλήθηκαν από την Διεύθυνση Οικονομικού της πρώην …. Συγκεκριμένα τα έργα που εκτελέστηκαν, ήταν τα εξής: 1° έργο: “Ταξινόμηση, καταγραφή και αρχειοθέτηση των προγραμμάτων προστασίας και προαγωγής της δημόσιας υγείας και υγιεινής που εκπονούνται και υλοποιούνται από την Δ/νση Δημόσιας Υγείας και αφορούν στην προληπτική ιατρική, οικογενειακό προγραμματισμό, χρόνια νοσήματα, ψυχική υγιεινή, αντιμετώπιση των εξαρτητικών ουσιών, κοινωνική επανένταξη χρονίως πασχόντων καθώς και την πρόληψη, αγωγή και προαγωγή της υγείας του παιδικού πληθυσμού και μεταφορά των φακέλων από το αρχείο στο χώρο καταγραφής τους και επαναφορά και τοποθέτηση στους χώρους φύλαξής τους” προϋπολογισμού 325.000,00 ευρώ με τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Δημόσιας Υγείας και αριθμούς αποφάσεων έγκρισης ανάθεσης έργου με σύμβαση μίσθωσης έργου, ΓΝ …/2007, …/2008 και …/2008, για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 312.084,51 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα:…/11-12-2007, …/9-1-2008, …/7-2-2008, …/11-3-2008,…/8-4-2008, …/12-5-2008, …/10-6-2008, …/9-7-2008, …/1-8-2008, …/1-9-2008, …/13-10- 2008, …/12-11-2008. 2ο έργο: “Ταξινόμηση και καταγραφή σε ηλεκτρονική μορφή των Αθλητικών Ενώσεων, Ομοσπονδιών, Σωματείων Συνδέσμου διαιτητών και φιλάθλων, των αδειών λειτουργίας των ιδιωτικών γυμναστηρίων και ιδιωτικών σχολών εκμάθησης μαθημάτων, των δημοτικών γυμναστηρίων και σωματειακών του Νομού, καθώς και όλων των σχολικών χώρων που διατίθενται για χρήση κοινής ωφέλειας ή για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων, των υποτροφιών που χορηγούνται από ιδρύματα και κληροδοτήματα, καθώς και των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων των σχολικών μονάδων του Νομού”, προϋπολογισμού 449.000,00 ευρώ με τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Παιδείας Αθλητισμού και Τουρισμού-Πολιτισμού και αριθμούς αποφάσεων ΓΝ …/2009, …/2009 και …/2009,για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 381.480,60 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: …/11-2-2009, …/12-3-2009, …/9-4-2009, …/13-5-2009, …/11-6-2009, …/8-7- 2009,…/3-8-2009, …/10-9-2009, …/12-10-2009, …/2-11-2009, …/18-12-2009, …/19-1-2010. 3ο έργο: “Ενημέρωση της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του Τμήματος Προστασίας Περιβάλλοντος και Έκδοσης Οικοδομικών Αδειών με όλη την κίνηση των φακέλων εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων και η συσχέτιση των εγγράφων με τις αντίστοιχες εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων. Η συσχέτιση όλων των φακέλων οικοδομικών αδειών με τις αντίστοιχες άδειες εγκατάστασης και τις εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων. Η καταγραφή σε ηλεκτρονική μορφή όλων των απαλλακτικών που έχουν χορηγηθεί και όλων των ανελκυστήρων χωρίς στοιχεία νομιμότητας, με στοιχεία νομιμότητας, με προέγκριση και των στοιχείων με στοιχεία νομιμότητας που είναι εγκατεστημένοι πάνω από τριάντα χρόνια”, προϋπολογισμού 280.000,00 ευρώ με τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Ανάπτυξης και αριθμό απόφασης ΓΝ …/2009, για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 232.205, 40 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: …/3-3- 2009, …/9-4-2009, …/14-5-2009, …/16-6-2009, …/8-7-2009, …/7-8-2009,…/10-9-2009,…/12-10-2009, …/11-11-2009, …/18-12-2009, …/19-1-2010, …/12-2-2010, …/8-3-2010. 4ο έργο: “Συντήρηση καθαρισμός και σήμανση-διαγράμμιση όλων των ιρλανδικών διαβάσεων του επαρχιακού οδικού δικτύου …”, προϋπολογισμού 90.000 ευρώ, με τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών και αριθμό απόφασης ΓΝ …/2009, για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 73.995,00 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: …/12-3-2009, …/1-4-2009, …/13-5-2009, …/16-6-2009, …/1-7-2009, …/7-8- 2009, …/19-7-2009, …/12-10-2009, …/9-4-2009, …/18-12-2009, …/19-1-2010, …/12-2-2010, …/8-3-2010. 5ο έργο: “Εκκαθάριση, τακτοποίηση και καταγραφή σε ηλεκτρονική μορφή των αδειών αλιείας σκαφών και αλιευτικών εργαλείων παράκτιας αλιείας, των ειδικών αδειών αλιείας μεγάλων πελαγικών ψαριών και του μητρώου των αλιευτικών σκαφών μέσης και παράκτιας αλιείας με όλες τις μεταβολές του και μεταφορά των φακέλων στο χώρο καταγραφής τους και η επαναφορά και τοποθέτησή τους στους χώρους φύλαξής τους” με προϋπολογισμό 345.000,00 ευρώ, τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Αλιείας και αριθμούς αποφάσεων ΓΝ …/2008, …/2009 και …/2009 για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 321.009,71 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: …/15-12-2008, …/12-2-2009, …/12-3-2009, …/9-4-2009, …/13-5-2009, …/16-6-2009, …/10-7-2009, …/7-8-2009, …/10- 9-2009, …/13-10-2009, …/11-11-2009, …/11-12-2009. 6ο έργο: “Η καταγραφή, ο διαχωρισμό, η ανάλυση, η επεξεργασία και αρχειοθέτηση των κάθε είδους θεμάτων και πληροφοριών κατά αντικείμενο και ημερομηνία που έχουν συγκεντρωθεί στο τμήμα τύπου-δημοσίων και διεθνών σχέσεων της …” με προϋπολογισμό 36.000,00 ευρώ, με τόπο εκτέλεσης το τμήμα τύπου-δημοσίων και διεθνών σχέσεων της … και αριθμό απόφασης ΓΝ …/2007, για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 18.000 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: …/15-10-2007, …/12-11-2007, …/10-12-2007, …/8-1- 2008, …/7-2-2008, …/13-3-2008, …/8-6-2008, …/12-5-2008,…/10-6-2008, …/9-7-2008, …/7-8-2008, …/15-9-2008. 7ο έργο: “Η αναδιοργάνωση του ιστοχώρου του τμήματος τύπου-δημοσίων και διεθνών σχέσεων της ιστοσελίδας της …, η δημιουργία ηλεκτρονικού αρχείου με συστηματική κατάταξη των δημοσιευμάτων, κατά αντικείμενο και ημερομηνία, η δημιουργία αρχείου οπτικοακουστικού υλικού με τις δραστηριότητες της υπηρεσίας, καθώς και η ψηφιοποίηση του αρχείου εγγράφων και λοιπού δημοσιογραφικού υλικού που αφορά τις δράσεις της …” με προϋπολογισμό 36.000,00 ευρώ, με τόπο εκτέλεσης το τμήμα τύπου-δημοσίων και διεθνών σχέσεων της ιστοσελίδας της … και αριθμό απόφασης ΓΝ …/2008 για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 18.000,00 ευρώ. Προκειμένου δε να λάβουν την αμοιβή τους, τα πρόσωπα που απασχολήθηκαν στις παραπάνω συμβάσεις μίσθωσης έργου, ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Ψ. με την ιδιότητα του ως Νομάρχης εξέδωσε εκατόν πενήντα τρεις (153) βεβαιώσεις εκτέλεσης τμηματικών εργασιών και ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Ψ. με την ιδιότητα του αναπληρωτή Νομάρχη δεκατέσσερεις (14) βεβαιώσεις, οι οποίες αφορούσαν στα ανωτέρω αναφερόμενα έργα των Διευθύνσεων της …. Δυνάμει του υπ’ αρ. 1796/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης οι ως άνω κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης) δεδομένου ότι, συνέτρεξαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον τους για να στηρίξουν δημόσια εναντίον τους κατηγορίες για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκαν και συγκεκριμένα α) για απιστία κατά συναυτουργία κατ’ εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά Ν.Π.Δ.Δ. και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, για τους πρώτο και δεύτερο των κατηγορουμένων, β) συνέργεια στην ως άνω πράξη για τον αποβιώσαντα ήδη τρίτο των κατηγορουμένων, γ) ψευδή βεβαίωση κατ’ εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά Ν.Π.Δ.Δ. και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, για έκαστο των πρώτου και δεύτερου των κατηγορουμένων, (άρθρα 1,2,13 εδ α, 14,16, 17,18,26,27, 45, 47 παρ. 1 51,52, 60, 79,94 παρ. 1, 98, 242 παρ. 1-3, 256 περ. γ υποπερ. Β παλαιού Π.Κ. και ήδη κατηργημένο άρθρο 1 παρ 1 Α.Ν. 1608/1950). Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, το αξιόποινο των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται οι παριστάμενοι κατηγοροούμενοι, Π. Ψ. και Δ. Ψ. που αφορούν πράξεις που τέλεσαν με την ιδιότητα του Νομάρχη και Αντινομάρχη τη …. κατά το χρονικό διάστημα 2007-2010 και οι οποίες, όπως αποδείχθηκε, αφορούν πληρωμές ενταλμάτων, οι οποίες διενεργήθηκαν, όπως αποδείχθηκε, επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ), έχει εξαλειφθεί, λόγω παραγραφής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 67 του Ν. 4735/ 2020, σύμφωνα με την οποία “Αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, οι οποίες αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και παύουν οριστικά οι ποινικές και πειθαρχικές διώξεις εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους”. Από το περιεχόμενο της ως άνω διάταξης, δεν προκύπτει κανένα στοιχείο από εκείνα που χαρακτηρίζουν την αμνηστία, ούτε δίνεται στον εφαρμοστή του δικαίου, η εικόνα ότι θεσπίζεται αμνηστία ή, σε κάθε περίπτωση, ότι με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ρύθμιση που κατά τη φύση και τις έννομες συνέπειές της ταυτίζεται με την αμνηστία. Αποκλείει δε κάθε σκέψη για θέσπιση αμνηστίας κατά τρόπο ευθύ ή συγκαλυμμένο, και το γεγονός ότι καθιερώνεται με αυτήν αποκλειστικά και μόνο η εξάλειψη του αξιοποίνου, που συνδέεται με την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την τέλεση των πράξεων, η δε πρόβλεψη του νομοθέτη εξαντλείται στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης. Επομένως η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, θεσπίζουσα ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων και όχι αμνηστία αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, και συγκεκριμένα στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47. Ομοίου δε περιεχομένου, αλλά και κατά διατύπωση ρύθμιση ήταν και αυτή του άρθρου 25 του Ν. 2721/1999 που κρίθηκε ως Συνταγματική από την Ολομέλεια του Α.Π.(Ολ.ΑΠ 11/2001), η οποία περιλαμβάνει στη ρύθμισή της και διαγραφή ποινών από το ποινικό μητρώο των καταδικασθέντων, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθόσον με την διάταξη του άρθρου 67 του Ν. 4735/ 2020, δεν εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα, αλλά εισάγεται ειδική παραγραφή όλων των σχετικών εγκλημάτων με συντόμευση του χρόνου παραγραφής του. Άλλωστε, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 25 του Ν. 2721/1999 (το ζήτημα της τυχόν αντισυνταγματικότητας της οποίας, δικαιολογημένα απασχόλησε, λόγω του περιεχομένου τους, την Ολομέλεια του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, που όπως προεκτέθηκε αποφάνθηκε αρνητικά με την υπ’ αριθμ. 11/2001 απόφαση) αντιστοίχως, το ίδιο, ευνοϊκό για ορισμένη κατηγορία κατηγορουμένων αποτέλεσμα, κατά το άρ. 2 ΠΚ, είχε η κατά καιρούς τροποποίηση διάφορων ποινικών νόμων, όπως, η αύξηση, με το άρ. 8 του Ν. 4337/2015, του απαιτούμενου ελάχιστου χρηματικού ορίου για τη θεμελίωση του αξιοποίνου της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, από το ποσό των 50.000 σε εκείνο των 100.000 ευρώ. Επίσης, προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και οι ρυθμίσεις του άρ. 25 παρ. 1-2 του Ν. 4055/2012, με την αναπροσαρμογή των ποσών (προκειμένου για την κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης από το υπερβαίνον τις 15.000 σε αυτό που υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ και αναφορικά με το αντικείμενο της πράξης, το συνολικό όφελος ή τη συνολική ζημία, από το υπερβαίνον τις 73.000 σε αυτό που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ), που μετέβαλαν το χαρακτήρα σημαντικών αξιόποινων πράξεων, όπως της δωροδοκίας βουλευτών, νομαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών συμβούλων και μελών αυτοδιοικητικών συμβουλίων ή επιτροπών αυτών (άρ. 159 ΠΚ), της πλαστογραφίας (άρ. 216 παρ. 3 ΠΚ), της ψευδούς βεβαίωσης (άρ. 242 παρ. 3 ΠΚ), της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία (άρ. 256 περ. γ’ ΠΚ), της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρ. 258 περ. γ’ ΠΚ), της κλοπής (άρ. 374 περ. ε’ ΠΚ), της (κοινής) υπεξαίρεσης (άρ. 375 παρ. 1 εδ. β’ και 2 εδ. β’ ΠΚ), της απάτης (άρ. 386 παρ. 3 ΠΚ) και της (κοινής) απιστίας (άρ. 390 ΠΚ), με αποτέλεσμα τη μετάπτωση τους από ιδιαίτερα διακεκριμένες σε κοινές περιπτώσεις εγκληματικής συμπεριφοράς και κατά κανόνα την εξάλειψη του αξιοποίνου τους, λόγω παραγραφής. Και μπορεί βέβαια, ο νομοθέτης, ακολούθως, με το άρθρο 93 του Ν.4745/2020 με έναρξη ισχύος από 6.11.2020 ψηφίζοντας τροπολογία στο ως άνω άρθρο, ορίζοντας πλέον ότι “Η αληθής έννοια του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (Α’ 197) καταλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο περιπτώσεις που έχουν ελεγχθεί από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το Ελεγκτικό Συνέδριο έως τη λήξη του προληπτικού ελέγχου και οι οποίες κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους από τους Ο. Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, εκτός εάν τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου προκάλεσαν δολίως τη θεώρησή τους ή εάν διαπιστωθεί έλλειμμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους”, ωστόσο, η δεύτερη αυτή διάταξη που ψηφίστηκε ως “επεξηγηματική τροπολογία” ουσιαστικά αποτελεί καινούργια διάταξη που της δίδεται αναδρομική ισχύ ως ερμηνευτική, δεδομένου η διάταξη του άρθρου 67 του Ν. 4735/2020, δεν ήταν ασαφής ή αμφίβολη κατά την ακριβή της έννοια ώστε να χρήζει ερμηνείας. Η προσφυγή δε στην αυθεντική ερμηνεία νόμου, πρέπει να περιορίζεται σ’ αυτές μόνο τις περιπτώσεις και να μην επεκτείνεται και σε άλλες, όπου η “αυθεντικά ερμηνευόμενη” με νεότερο νόμο διάταξη δεν παρουσιάζει ασάφεια η αμφιβολία σχετικά με την έννοια της. Από τη διαπίστωση, και μόνο, ότι συγκεκριμένες επιλογές του νομοθέτη και κυρίως με τον τρόπο που αυτές αποτυπώθηκαν στο νόμο ήταν πρόχειρες, ίσως δικαιοπολιτικά άστοχες και μη εναρμονισμένες με τις περί δικαίου και ηθικής κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, δεν συνάγεται, άνευ ετέρου, ότι η ανωτέρω διάταξη, αντιβαίνει στις διατάξεις των άρ. 26 και 47 παρ. 3-4 του Συντάγματος. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δικαστής έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μην εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια ελέγχου της συνταγματικότητας σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος, έλεγχος, ο οποίος πραγματοποιείται με βάση και μόνο το περιεχόμενο του και αποκλειστικά με νομικά κριτήρια, και δεν υποκαθιστά στη λειτουργική του αρμοδιότητα το νομοθέτη. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, κατά παραδοχή της σχετικής εισαγγελικής πρότασης και του συναφούς, προταθέντος αρκούντως ορισμένα, νόμιμου αυτοτελούς ισχυρισμού του συνηγόρου υπεράσπισης αμφοτέρων των άνω κατηγορουμένων, να παύσει οριστικά η εναντίον ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό….”.
ΙV. Με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (ΦΕΚ Α’197/12.10.2020) με τίτλο “Δαπάνες ενταλμάτων γενομένων επί τη βάση ελέγχων Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου”, ορίζονται τα εξής: “Αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, οι οποίες αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και παύουν οριστικά οι ποινικές και πειθαρχικές διώξεις εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους”. Η διάταξη αυτή, ψηφίστηκε κατά την “Τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, νέο πλαίσιο επιλογής διοικήσεων στο δημόσιο τομέα….” και απουσίαζε πλήρως από το σχέδιο νόμου, που είχε υποβληθεί, καθώς και από την εισηγητική έκθεση αυτού, με το περιεχόμενό της να κατατίθεται μέσω βουλευτικής τροπολογίας (υπ’ αριθμόν 489/48/5-10-2020, που έγινε δεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 8/10/2020). Καθώς η εν λόγω τροπολογία δεν προκύπτει ότι συνοδευόταν από Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης (δηλαδή, το έγγραφο στο οποίο αποτυπώνεται η αναγκαιότητα της ρύθμισης, καθώς και το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και άλλων συνεπειών), ο σκοπός που αυτή εξυπηρετεί αποτυπώθηκε μόνο στην (συνοπτική) αιτιολογική έκθεσή της, σύμφωνα με την οποία: “Με την προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπείται να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις εκείνες δαπανών πληρωμής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως α’ και β’ βαθμού, οι οποίες εκτελέστηκαν τόσο βάσει ενταλμάτων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, όσο και από τους ίδιους τους Ο.Τ.Α και ελέγχθησαν προληπτικώς από το Ελεγκτικό Συνέδριο έως και τη λήξη του προληπτικού ελέγχου (31.7.2019). Πρόκειται για δαπάνες η πληρωμή των οποίων κρίθηκε νόμιμη από τις καθ’ ύλην αρμόδιες Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών. Ως εκ τούτου, δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της ασφάλειας του δικαίου να διώκονται αιρετοί και υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες των οικονομικών υπηρεσιών των ως άνω φορέων, οι οποίοι καλοπίστως προέβησαν στην ενταλματοποίηση και πληρωμή των δαπανών αυτών έχοντας τη διαβεβαίωση της νομιμότητάς τους από τα μοναδικά αρμόδια όργανα δημοσιονομικού ελέγχου” (σελ. 532-533 των πρακτικών της Ολομέλειας της Βουλής και σελ. 68-69 του σχετικού pdf, από την ιστοσελίδα της Βουλής, για τη συνεδρίαση της 8/10/2020). Ακολούθως, όμως, στις 5-11-2020, ψηφίστηκε το άρθρο 93 του ν. 4745/2020 (ΦΕΚ A’ 214/06.11.2020) που προβλέπει ότι: “Η αληθής έννοια του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (Α’197) καταλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο περιπτώσεις που έχουν ελεγχθεί από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το Ελεγκτικό Συνέδριο έως τη λήξη του προληπτικού ελέγχου και οι οποίες κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους από τους Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού, εκτός εάν τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου προκάλεσαν δολίως τη θεώρησή τους ή εάν διαπιστωθεί έλλειμμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους”. Η τελευταία αυτή διάταξη, εισήχθη προς ψήφιση ως άρθρο 68 (και, τελικώς, ψηφίστηκε ως άρθρο 93) στο σχέδιο νόμου “Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010, σύμφωνα με τις επιταγές της παρ. 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις”, κατά δε την σχετικώς κατατεθείσα έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, αφού πρώτα γίνεται αναφορά στην προτεινόμενη νέα (ως ερμηνευτικού χαρακτήρα) ρύθμιση σε συνάρτηση με την προγενέστερη του ως άνω άρθρου 67 ν. 4735/2020, εν τέλει, αναφέρεται σε αυτήν ότι, “Το προτεινόµενο άρθρο 68 εξαιρεί από το πεδίο εφαρµογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου τις περιπτώσεις που τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 προκάλεσαν δολίως τη θεώρηση των ενταλμάτων πληρωµής ή εάν διαπιστωθεί έλλειμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 67 του ν.4735/2020, εφόσον δεν συγκρούεται µε το άρθρο 26 του Συντάγματος, εφαρμόζεται σε συνδυασμό µε το προτεινόμενο άρθρο 68 του παρόντος, το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου του άρθρου 67 συστέλλεται, και το προτεινόμενο άρθρο 68 συνιστά αυστηρότερη διάταξη νόμου σε σχέση µε το άρθρο 67 του ν. 4735/2020.
Συνεπώς, το προτεινόμενο άρθρο 68 δεν εφαρμόζεται αναδρομικά σε πράξεις που τελέσθηκαν προ της έναρξης ισχύος του”. Με βάση τα ανωτέρω, ήδη από την ως άνω έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, προκύπτει καταφανώς ότι η διάταξη του άρθρου (ως εν τέλει ψηφίστηκε) 93 ν. 4745/2020 είναι ψευδοερμηνευτική και όχι αυθεντικά ερμηνευτική (αφού, στην τελευταία περίπτωση, το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος του νόμου ταυτίζεται με εκείνο του ερμηνευόμενου νόμου, ενώ, εν προκειμένω, η νέα διάταξη, όπως ερμηνεύει την προγενέστερη, δεν εφαρμόζεται αναδρομικά σε πράξεις που τελέσθηκαν προ της έναρξης ισχύος του και, μάλιστα, με την παρατήρηση “Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 67 του ν.4735/2020, εφόσον δεν συγκρούεται µε το άρθρο 26 του Συντάγματος…”. Κατά δε το άρθρο 77 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία. Το δικαίωμα που παρέχεται με την ως άνω συνταγματική διάταξη στη νομοθετική εξουσία για έκδοση ερμηνευτικών νόμων υφίσταται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ερμηνευόμενος νόμος είναι ασαφής και, λόγω της ασάφειάς του προέκυψαν ή μπορούσαν να προκύψουν διαφωνίες στη νομική επιστήμη ή στα δικαστήρια για την αληθινή έννοιά του. Την ύπαρξη της προϋπόθεσης αυτής, δηλαδή της ανάγκης ερμηνείας, οπότε η ισχύς του ερμηνευτικού νόμου ανατρέχει στο χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου, δικαιούνται να ελέγξουν τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 389/1978, ΑΠ 1006/2018, ΑΠ 10/1990, ΑΠ 186/1980, ΣτΕ 1526/1984, ΣτΕ 894/1979). Αν, όμως, ο νόμος δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του, κατά τη ρητή επιταγή της δεύτερης παραγράφου του προαναφερθέντος άρθρου 77 του ισχύοντος Συντάγματος (Ολ ΑΠ 22/1997). Στο σημείο αυτό επισημαίνεται και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται η θεμελίωση (ούτε η επίταση) του αξιοποίνου με νόμο μεταγενέστερο της πράξης [δηλαδή, το ποινικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει την αναδρομικότητα in malam partem], ενώ ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των ποινικών νόμων είναι σύνθετο ζήτημα, αφού, στο πλαίσιο αυτής, υπάρχει σύγκρουση των ερμηνευτικών μεθόδων μεταξύ του Συνταγματικού Δικαίου και του Ποινικού Δικαίου. Τούτο δε καθόσον, οι μέθοδοι ερμηνείας του Συντάγματος είναι ακριβώς το αντίθετο των μεθόδων ερμηνείας του ποινικού δικαίου, διότι, στο μεν ποινικό δίκαιο, έχουμε “γραμματοπαγείς” κανόνες και “γραμματοπαγή” ερμηνεία, όπως αυτό επιβάλλεται από το άρθρο 7 παρ. 1 Σ, δηλαδή από την αρχή της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου, ενώ, αντιθέτως, στην ερμηνεία του Συνταγματικού Δικαίου και των συναφών κανόνων του Συντάγματος (ΕΣΔΑ, Δίκαιο της ΕΕ κλπ), έχουμε τη λεγόμενη “εξελικτική” ερμηνεία, η οποία είναι πολύ πιο ελεύθερη απ’ ό,τι είναι η ερμηνεία του ποινικού δικαίου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, έχουν υπάρξει στο παρελθόν, διαφορετικές νομολογιακές προσεγγίσεις ως προς το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας ποινικών νόμων, αναλόγως προς τα τεθέντα πραγματικά και νομικά ζητήματα, όπως [πέραν και του ζητήματος των “αγροτικών κινητοποιήσεων”, σχετικά με τη συνταγματικότητα του άρθρου 25 ν. 2721/1999, όπου με ισχυρή μειοψηφία (23-19) την πρώτη φορά (ΟλΑΠ 11/2001) και ισοψηφία (19-19), που μέτρησε υπέρ της επιεικούς απόψεως, τη δεύτερη φορά (ΟλΑΠ 12/2011), επικράτησε η άποψη περί ειδικής παραγραφής και όχι “κρυπτοαμνηστίας”] ενδεικτικώς, με την ΑΠ 227/2022 (του παρόντος Τμήματος), με την οποία κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 εδ. β’ του ΠΚ, με την οποία προβλέπεται η δίωξη της κακουργηματικής απιστίας, που στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, μετά από έγκληση, δεν εξαλείφει το αξιόποινο της εν λόγω απιστίας, αλλ’ απλώς θέτει πρόσθετο όρο, δηλαδή την υποβολή έγκλησης, για τη δίωξη της αξιόποινης αυτής πράξης και, συνεπώς, ως μη υποκρύπτουσα συγκεκαλυμμένη αμνηστία, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος, αλλά και – αντιθέτως – με τις ΟλΑΠ 3/2016 και ΑΠ 415/2016 (ΣΤ’ Τμήματος, παραπεμπτική στην Ολομέλεια), με τις οποίες κρίθηκε ότι η υποπαράγραφος ΙΕ.12, της παραγράφου ΙΕ του άρθρου πρώτου του ν.4254/2014, με την οποία καταργήθηκε η περίπτ.δ’ του άρθρου 263 Α του ΠΚ, που έχει ως αποτέλεσμα αναδρομικά την άρση του αξιοποίνου της αξιόποινης πράξης μιας ειδικής κατηγορίας κρατικών υπαλλήλων (υπαλλήλων ΝΠΙΔ) ακόμη και για σοβαρές εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο κακουργηματικές πράξεις και η αιτιολόγηση γι’ αυτήν, ότι οφείλεται σε απλή “παραδρομή” του νομοθέτη, δεν αντέχουν στη λογική και υποκρύπτουν συγκεκαλυμμένη αμνηστία, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 3 και 4 και 26 του Συντάγματος, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη προσώπων της ανωτέρω ειδικής κατηγορίας της περ. δ’ του άρθρου 263 Α του ΠΚ, κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής κατηγορία ή και καταδίκη, μολονότι κατά το Σύνταγμα αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο (άρθρο 47 παρ. 4 του Συντάγματος).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως σαφώς προκύπτει από το ως ανωτέρω περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 67 ν. 4735/2020, η συγκεκριμένη διάταξη οδηγεί σε αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων εγκλημάτων (που αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάσει ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και για ορισμένα (συγκεκριμένα) πρόσωπα (αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού που έχουν ήδη τελεστεί μέχρι τις 31.7.2019), με αποτέλεσμα την άρση του αξιοποίνου αυτών, με την οριστική παύση των ποινικών και πειθαρχικών διώξεων εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους και στην εξαφάνιση των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν. Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει από την ανωτέρω διάταξη είναι η αοριστία του περιεχομένου της, καθώς η γενικότητα στη διατύπωσή της συνεπάγεται την εξάλειψη του αξιοποίνου όλων των πράξεων όλων των παραπάνω προσώπων, οι οποίες ανάγονται απεριόριστα (πριν την 1.8.2019, δηλαδή που τελέστηκαν μέχρι και 31.7.2019) στο παρελθόν, προκαλώντας ανασφάλεια δικαίου. Τούτο δε καθόσον, οι λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου μπορεί μεν να εκφράζουν συγκεκριμένες δικαιοπολιτικές επιλογές του νομοθέτη, οι οποίες σχετίζονται με τη μη τιμώρηση του δράστη, αλλά αυτό συμβαίνει όταν η σημασία της ποινικής κύρωσης έχει απωλέσει στην εκάστοτε περίπτωση την αναγκαιότητα και την χρησιμότητά της, ώστε πλέον να μην εκφράζεται το ενδιαφέρον της πολιτείας γι’ αυτήν και δεν μπορεί να συμβαίνει αδιαφόρως της βαρύτητας των εγκλημάτων που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτόν. Είναι δε προφανές ότι, μια τέτοια άρση του αξιοποίνου, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Σ. περί αμνηστίας, η οποία οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου ακόμη και σε εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεις, μετά από παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας, με την παράλληλη αναδρομική εξάλειψη όλων των συνεπειών της ποινικής κύρωσης, αλλά και σε περίπτωση που η πράξη έχει εκδικαστεί και έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ότι αφορά αποκλειστικά και μόνο σε πολιτικά εγκλήματα, χωρίς να μπορεί να εφαρμοστεί για τα κοινά, γεγονός, που απορρέει τόσο από το γράμμα του Συντάγματος, όσο και από την ίδια την υφή του θεσμού, που οδηγεί σε ασυμβίβαστη με την αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών (άρθρο 26 του Σ) παρέμβαση της νομοθετικής και, μέσω αυτής, της εκτελεστικής εξουσίας, στη δικαστική λειτουργία. Αντίθετα, ο θεσμός της ειδικής παραγραφής των εγκλημάτων, ο οποίος, παρότι δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά, εν τούτοις αναγνωρίζεται θεωρητικά και νομολογιακά, αποτελεί επίσης έναν λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου, που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ αμνηστίας και παραγραφής. Η συνάφεια της ειδικής παραγραφής με την αμνηστία έγκειται στο γεγονός πως και οι δύο θεσμοί οδηγούν σε εξάλειψη του αξιοποίνου, ωστόσο διαφέρουν ως προς το ότι η ειδική παραγραφή εγκλημάτων δεν αφορά μονάχα πολιτικά εγκλήματα, αλλά και κοινά εγκλήματα, ενώ, περαιτέρω, στοχεύει στην εξυπηρέτηση της αντεγκληματικής πολιτικής με σκοπό την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και των φυλακών και ευρύτερα την ελάφρυνση της ποινικής δικαιοσύνης, εν όψει του ότι οι κοινωνικές περιστάσεις, κατά την κρίση του νομοθέτη, έχουν αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή της ποινής. Επίσης, η μη αναφορά σε συγκεκριμένο τύπο εγκλημάτων και η μη απαίτηση ειδικής (αυξημένης) πλειοψηφίας (όπως απαιτείται επί αμνηστίας) στην περίπτωση της ειδικής παραγραφής, έχουν ως συνέπεια, αφ’ ενός μεν, ότι η αρχή της ισότητας εξυπηρετείται με την χρήση γενικών κριτηρίων για τη χορήγησή της, ώστε να μην ενδιαφέρει ο τύπος του υπό κρίση εγκλήματος, αλλά κατά βάση το πλαίσιο της ποινής και το χρονικό σημείο τέλεσης της πράξης, αφ’ ετέρου δε, ότι η εξάλειψη του αξιοποίνου γίνεται συνήθως με τη θέσπιση συγκεκριμένων όρων (π.χ. μη τέλεση άλλου εγκλήματος σε ορισμένη προθεσμία) και αποκλειστικά σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη. Περαιτέρω, σε αντίθεση με την αμνηστία, η ειδική παραγραφή αφορά συνήθως συγκεκριμένο έγκλημα με μικρή ποινή, ώστε να επεκτείνεται σε κάποιον συμμέτοχο μονάχα στην περίπτωση που και ο ίδιος, αυτοτελώς, πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τη χορήγησή της. Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τα κρίσιμα στοιχεία, εν προκειμένω, για να διαγνωσθεί εάν, με την παραπάνω ρύθμιση (άρθρου 67 ν. 4735/2020), εξασφαλίζεται ή όχι η απαιτούμενη για την εφαρμογή της ειδικής παραγραφής ισότητα των πολιτών κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Σ. και ότι δεν υποκρύπτεται με αυτήν αμνηστία, είναι τα ακόλουθα: α) Ότι αναφέρεται σε εγκλήματα μίας ορισμένης κατηγορίας προσώπων (αιρετών και υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού). β) Ότι τα εγκλήματα αυτά σχετίζονται άμεσα με τις ιδιότητες των συγκεκριμένων προσώπων, γεγονός, που τους δίνει ένα σαφές και συγκεκριμένο περιεχόμενο, καθώς αφορούν σε πληρωμές ενταλμάτων, που διενεργήθηκαν επί τη βάσει ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. γ) Ότι υφίσταται αοριστία ως προς τον χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων, η οποία ανάγεται γενικά σε χρόνο πριν και μέχρι τις 31/07/2019, αλλά και στο ότι δεν γίνεται αναφορά (για την περίπτωση που εν τω μεταξύ είχαν επιβληθεί καταδίκες) στο ύψος της επιβληθείσας ποινής. Επιπλέον δε, το γεγονός, ότι γίνεται στη διάταξη αναφορά αορίστως σε πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάσει ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δηλαδή συνάγεται ότι γίνεται αναφορά στις – στα πλαίσια των προληπτικών ελέγχων – θεωρήσεις των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής (Χ.Ε.Π.), οι οποίες παράγουν μεν τεκμήριο νομιμότητας, αλλά η πράξη θεωρήσεως αφορά στη διαπίστωση της εξ αντικειµένου νοµιµότητας και κανονικότητας της δαπάνης και δεν καλύπτει την τυχόν πλαστότητα ή αναλήθεια των επισυναπτόµενων δικαιολογητικών υπό την έννοια του αποκλεισµού του επανελέγχου της αλήθειας τους (ΕΣ 1396/2000) και, επομένως, ο προηγούµενος έλεγχος, και αν ακόµη ολοκληρώθηκε, δεν εµποδίζει τον επανέλεγχο της δαπάνης. Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνο ότι η ως άνω διάταξη (άρθρου 67 ν. 4735/2020) αναφέρεται σε πληρωμές ενταλμάτων, που διενεργήθηκαν επί τη βάσει ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη διακριτική ποινική μεταχείριση των ως άνω προσώπων και να άγει σε άρση του αξιοποίνου. Επομένως, τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν πως στη συγκεκριμένη περίπτωση υποκρύπτεται αμνηστία και όχι ειδική παραγραφή. Ειδάλλως, θα έπρεπε να αναφέρεται σε εγκλήματα, τα οποία δεν θα εξειδικεύονταν, ούτε ως προς το υποκείμενο τέλεσης, ούτε ως προς το είδος τους, καθώς θα προσδιορίζονταν με γενικά κριτήρια αναγόμενα στο ύψος της ποινής και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τέλεσης. Μόνο έτσι θα εξασφαλιζόταν η απαιτούμενη για την εφαρμογή της ειδικής παραγραφής ισότητα των πολιτών κατ’ άρθρον 4 παρ. 1 του Σ., με την εφαρμογή να αποβλέπει σε όσους έχουν διαπράξει ίδιου εύρους ποινής εγκλήματα στο ίδιο χρονικό εύρος, που ο νόμος θα όριζε και χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένη ιδιότητα των προσώπων που τα διέπραξαν. Εκτός δε των παραπάνω ουσιωδών στοιχείων της διάταξης, στην τροπολογία που κατατέθηκε προς ψήφισή της, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, γίνεται αναφορά, στην συνοπτική αιτιολογική της έκθεση, ότι κατατίθεται διότι “δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της ασφάλειας του δικαίου να διώκονται αιρετοί και υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες των οικονομικών υπηρεσιών των ως άνω φορέων, οι οποίοι καλοπίστως προέβησαν στην ενταλματοποίηση και πληρωμή των δαπανών αυτών έχοντας τη διαβεβαίωση της νομιμότητάς τους από τα μοναδικά αρμόδια όργανα δημοσιονομικού ελέγχου”. Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση αγνοείται το ότι η πράξη θεωρήσεως αφορά, κατά τα ανωτέρω, στη διαπίστωση της εξ αντικειµένου νοµιµότητας και κανονικότητας της δαπάνης και δεν καλύπτει την τυχόν πλαστότητα ή αναλήθεια των επισυναπτόµενων δικαιολογητικών, οπότε μπορεί να γίνει επανέλεγχος, με συνέπεια, η στόχευση της διατάξεως αυτής, να απέχει από την, στο πλαίσιο αντεγκληματικής πολιτικής, αποσυμφόρηση των φυλακών και την ελάφρυνση της ποινικής δικαιοσύνης, που άμεσα συνάπτεται με την ειδική παραγραφή, ενώ, ούτε η εξάλειψη του αξιοποίνου σχετίζεται άμεσα με κάποιον όρο, αλλά δίνεται αναδρομικά και με οριστικό τρόπο, που παραπέμπει στη χορήγηση αμνηστίας. Από όλα τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι, με την ως ανωτέρω ρύθμιση (του άρθρου 67 του ν. 4735/2020), εισάγεται νομοθετική διάταξη που αφορά εξατομικευμένη περίπτωση και υποκρύπτει αμνηστία, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη των προσώπων που έχουν την ανωτέρω ιδιότητα (αιρετοί και υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού), κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής κατηγορία ή και αμετάκλητη καταδίκη, γεγονός το οποίο αντιβαίνει ευθέως στο Σύνταγμα, που ορίζει πως δεν δύναται να χορηγηθεί αμνηστία σε κοινά εγκλήματα (άρθρο 47 παρ. 4), αλλά και στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και, επομένως, είναι αντισυνταγματική, σημειουμένου και ότι, το διαφορετικό περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 93 ν. 4745/2020 σε σχέση με αυτήν, πέραν του ότι και αυτή καταδεικνύει την αντισυνταγματικότητα της προηγούμενης διάταξης, δημιουργεί μία δυσμενέστερη ως προς τους κατηγορουμένους ρύθμιση, η οποία ως τέτοια (ούσα, κατά τα ανωτέρω, ψευδοερμηνευτική) πρέπει να θεωρηθεί ανεφάρμοστη με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ.
Εν όψει των ανωτέρω και λαμβανομένων, περαιτέρω, υπόψη ότι: Α) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, “τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα”, ήτοι ο δικαστής έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, αν υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα αν διάταξη νόμου σαφώς θεσπίζει αδικαιολόγητα παύση της ποινικής ευθύνης ορισμένης κατηγορίας προσώπων για μη πολιτικά εγκλήματα. Β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 Σ [όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη Ζ’ (2001) Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων] “Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας” και η οποία (διάταξη) έχει δικονομικό χαρακτήρα, μη συνιστώσα ρωγμή στο σύστημα του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, δεδομένου ότι οι κυρίαρχοι σχηματισμοί στα Ανώτατα Δικαστήρια είναι οι Ολομέλειες και η διαίρεση των δικαστηρίων αυτών σε τμήματα αποτελεί επιλογή του κοινού νομοθέτη με σκοπό την ταχύτερη επίλυση των διαφορών από μικρότερους αριθμητικά δικαστικούς σχηματισμούς, εξοικειωμένους με το χειρισμό συγκεκριμένου κύκλου υποθέσεων και, επομένως, η ρύθμιση του άρθρου 100 παρ. 5 Συντ. συνιστά πλαίσιο δικονομικής οργάνωσης του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων και όχι περιορισμό του διάχυτου ελέγχου. Γ) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 2 εδ. γ’ περ. γ’ ν. 4938/2022 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις, όπως κωδικοποιήθηκε με το ν. 5108/2024) …. “Στην πλήρη Ολομέλεια υπάγονται: ….. γ) οι περιπτώσεις που το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού” (και, επομένως, εξ αντιδιαστολής, και όταν τμήμα του ΑΠ καταφάσκει την αντισυνταγματικότητα νόμου), όπως επίσης προβλέπεται και στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 3810/1957, η οποία έχει διατηρηθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου να κριθεί το ζήτημα αν η διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1, 26 και 47 παρ. 3, 4 του Συντάγματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει, στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, την υπ’ αριθμ. …….. αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. …………. αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α’ βαθμού), για τον αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας λόγο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ