186/2022- Άρειος Πάγος (Πολιτικό-Δ’ Τμήμα)

Περίληψη: Διατάξεις περί παραγραφής του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού-Ειδικότερη διάταξη έναντι της διάταξης για τις παραγραφές των ασφαλιστικών συμβάσεων

«[…] Ο Ν. 4270/2014 “Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ)- δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις”, ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 183 παρ. 1 και 2γ αυτού, από 1-1-1-2015, ορίζει, ως προς την παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου, επαναλαμβάνοντας κατ’ αρχήν παρόμοιες ρυθμίσεις, που περιείχοντο στο Ν. 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις”, τα εξής: “Άρθρο 136” παρ. 1. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν παραγράφεται πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή το αρμόδιο Τελωνείο (βεβαίωση με στενή έννοια), με την επιφύλαξη των διατάξεων περί επιβολής φόρων και λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170). Η ρύθμιση αυτή παραμένει σε ισχύ και στην περίπτωση που καθυστερεί η βεβαίωση με στενή έννοια. 2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μαζί με τα πρόστιμα, τους τόκους και τις προσαυξήσεις που έχουν βεβαιωθεί παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε με στενή έννοια και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. 3. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου που: α) απορρέει από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, στην οποία περιλαμβάνεται και η σύμβαση εκείνη που βασίζεται σε πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους περί εξωπτωχευτικής ρύθμισης του τρόπου καταβολή πτωχευτικών προς το Δημόσιο χρεών και η οποία εξομοιώνεται πλήρως με την μεταπτωχευτική έννομη σχέση του πτωχού, β) ….γ)… παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η με στενή έννοια βεβαίωση αυτής. 4. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, που περιήλθε σε αυτό με οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε αιτία, υπόκειται στην προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις παραγραφή, που δεν δύναται όμως, σε κάθε περίπτωση, να συμπληρωθεί στο πρόσωπο του Δημοσίου προ της παρόδου πέντε ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η με στενή έννοια βεβαίωση αυτής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 του Ν.Δ. 31/1968 “περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων” οι υπό των αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων επί δικών του δημοσίου αναγνωριζόμενες στο Δημόσιο προνομίες ή θεσπισμένες ειδικές προστατευτικές διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Ο.Τ.Α., εφόσον οι τυχόν υφιστάμενες αντίστοιχες για τους οργανισμούς αυτούς προνομίες εν γένει δεν είναι ευρύτερες ή ευνοϊκότερες από εκείνες που ισχύουν για το Δημόσιο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι περί παραγραφής διατάξεις του κοινού δικαίου, εφόσον είναι ευνοϊκότερες, εφαρμόζονται υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, ασχέτως δηλ. της κατ’ αρχήν ισχύος για τους οργανισμούς αυτούς της νομοθεσίας περί δημοσίου λογιστικού. Τέλος, κατά το άρθρο 304 του Π.Δ. 410/1995 “Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας” και ήδη άρθρο 276  § § 1 εδ. 2, 2 του ν. 3463/2006 “Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων”, με χρόνο ενάρξεως της ισχύος του από 1.1.2007 (ακροτελεύτιο άρθρο αυτού) ο Δήμος έχει όλα τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο δημόσιο.

Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι καθιερώνεται κατ’ αρχάς η πενταετής παραγραφή για τις αξιώσεις του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α. (επί των τελευταίων έχει εφαρμογή σύμφωνα με τα παραπάνω ο νόμος περί δημοσίου λογιστικού), εφόσον δεν περιλαμβάνονται στις αναφερόμενες στην διάταξη του άρθρου 136 παρ. 3 περιπτώσεις της κατ’ εξαίρεση οριζόμενης δι’ αυτές εικοσαετούς παραγραφής, στις οποίες περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις που απορρέουν από σύμβαση. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις, που εισάγονται με τις διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, είναι ειδικές, ως προς την παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α. με βάση τις οποίες, εφόσον πρόκειται γι’ αυτές του άρθρου 86 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 136 παρ.3 του Ν. 4270/2014, (στις οποίες περιλαμβάνονται αξιώσεις από σύμβαση) ο χρόνος παραγραφής, κατά τη νομοθετική βούληση που εκφράστηκε σαφώς, είναι εικοσαετής (Α.Π. 231/2009). Η εικοσαετής παραγραφή που θεσπίζεται με τις παραπάνω διατάξεις, δεν αντίκειται στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο “Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου”, αφού η διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας της περιουσίας του Δημοσίου (ΑΕΔ 1/2012), ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υποχρέων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 παρ. 1 α’ της ΕΣΔΑ (που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα) ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (με τις οποίες κατοχυρώνεται η αρχή του σεβασμού της περιουσίας, τάσσονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη στέρηση της ιδιοκτησίας και αναγνωρίζεται η εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν με νόμο τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον), αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν τον νομοθέτη να καταργεί ακόμη και ενοχικά δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής), αλλά όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη θέση τους σε ισχύ (ΑΕΔ 9/2009, Ολ. Α.Π. 38/2005). Ειδικότερα, ενόψει της ευρείας ευχέρειας που παρέχει η επιφύλαξη νόμου του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ο κοινός εθνικός νομοθέτης μπορεί να προβλέπει διαφορετικούς κανόνες για τις δίκες στις οποίες διάδικος είναι και το Δημόσιο ή άλλος φορέας δημόσιας εξουσίας, εφόσον οι εισαγόμενες εξαιρέσεις από τις γενικές ρυθμίσεις υπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Έτσι, στο πεδίο των δικών του Δημοσίου (και των Ο.Τ.Α.) με βάση την ίδια επιφύλαξη νόμου, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προβλέψει διαφορετική προθεσμία και αφετηρία παραγραφής διαφορετικών αξιώσεων του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α., με σκοπό, λόγω της ιδιαίτερης θέσης και οργάνωσης αυτών, την προστασία της περιουσίας τους και την διασφάλιση των αξιώσεών τους έναντι των αντισυμβαλλομένων τους, οι διαδικασίες είσπραξης των οποίων πολλάκις κινούνται βραδέως, λόγω της αυξημένης τυπικότητας που τις διακρίνει, προς αποφυγή ανατροπής των οικονομικών δεδομένων, κατά συνεκτίμηση των οποίων οι Ο.Τ.Α. προβαίνουν στον σχεδιασμό της οργάνωσης και του τρόπου λειτουργίας τους και των εξ αυτών δυσμενών επιπτώσεων και εν όψει του ότι η περιουσία είναι αναγκαία, για να είναι οι Ο.Τ.Α. σε θέση να εκπληρώνουν απρόσκοπτα τους προέχοντες σκοπούς τους και να εξυπηρετούν το γενικότερο κοινωνικό και δημόσιο συμφέρον (Α.Π. 996/2018 Α.Π. 634/2013). Περαιτέρω, του νόμου μη διακρίνοντος οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται γενικά για χρηματικές απαιτήσεις των Ο.Τ.Α. και όχι μόνο για απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου. Ακόμη, κατά το άρθρο 10 ν. 2496/1997 αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται, στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν.

[…] Έτσι που έκρινε το δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως τις περί παραγραφής διατάξεις του δημόσιου λογιστικού, τις οποίες ορθά εφάρμοσε, καθώς ήταν εφαρμοστέες επί της ένδικης αξίωσης ως ειδικές από άποψη υποκειμένου και φορέως τους έναντι της διατάξεως του άρθρου 10 ν. 2496/1997,  μη αντικείμενες στο Σύνταγμα και ανεξαρτήτως του ότι η αξίωση αυτή προερχόταν από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τα στην αρχή της παρούσας αναφερθέντα, ενώ ορθά δεν εφάρμοσε την ως άνω διάταξη του άρθρου 10 του ν. 2496/1997, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ. όπως ορθά εκτιμάται, (καίτοι η αναιρεσείουσα αναφέρεται στην αντίστοιχη πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1) ισχυριζόμενη, ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ως αντισυνταγματικές τις ως άνω περί παραγραφής διατάξεις του δημοσίου λογιστικού, οι οποίες άλλωστε εφαρμόζονται μόνο για χρηματικές απαιτήσεις των Ο.Τ.Α. απορρέουσες από έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου και όχι από έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου ως εν προκειμένω, αντί να εφαρμόσει ως ειδική την διάταξη του άρθρου 10 ν. 2496/1997 και να απορρίψει την αγωγή κατ’ αποδοχή της νομίμως από αυτήν προταθείσης στα δικαστήρια της ουσίας εκ του προαναφερθέντος άρθρου 10 του ν. 2496/1997 ένσταση παραγραφής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. […]»