Περίληψη: Εφαρμογή της του άρθρου διάταξης του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 για τους νόμιμους τόκους και τους τόκους υπερημερίας και για τις οφειλές των δημοτικών επιχειρήσεων κοινωφελούς χαρακτήρα κατ’ εφαρμογή Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (άρθρο 276 του ν. 3463/2006)
«[…] Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 “περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με το άρθρο 109 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι, “ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής”. Ανάλογη ρύθμιση θεσπίζει και η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.”. Επιπλέον, στη διάταξη του άρθρου 276 του “Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων” (ν. 3463/2006), ορίζεται, εκτός άλλων, και το εξής: “1. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,…., οι αποκλειστικώς κοινωφελούς χαρακτήρα αμιγείς δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις, απαλλάσσονται εν γένει από κάθε δημόσιο, άμεσο ή έμμεσο δημοτικό, κοινοτικό ή λιμενικό φόρο, τέλος, δικαστικό ένσημο και εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου …και από κάθε δικαστικό τέλος στις δίκες τους… Επίσης, έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο. Απαλλαγές που προβλέπονται υπέρ του Δημοσίου από το παράβολο για άσκηση ένδικων μέσων, για την εισφορά υπέρ του ταμείου χρηματοδότησης δικαστικών κτιρίων, για το δικαστικό ένσημο αντιγράφων.. ισχύουν και για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και λοιπά νομικά πρόσωπα… 2. … 3. Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των Ο.Τ.Α. ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου”. Επομένως, ο νόμιμος καθώς και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή των Ο.Τ.Α. και των λοιπών αναφερόμενων στις άνω διατάξεις νομικών προσώπων αυτών, ιδρυμάτων τους και κοινωφελών επιχειρήσεων ορίζεται σε 6% ετησίως. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, συνάγεται ότι το Σύνταγμα θεσπίζει, όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου, κοινωνικού ή δημόσιου, συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 3/2006, ΟλΑΠ 23/2004, ΟλΑΠ 11/2003). Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που επίσης κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι “Παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε Κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ.ΑΠ 40/1998). Οι προπαρατεθείσες διατάξεις, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη κάθε Κράτους από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου ή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που λειτουργούν με τη μορφή αυτή, τα οποία από τη φύση και το καταστατικό τους ή το νόμο, έχουν αποστολή και έργο να εξυπηρετούν, αδιακρίτως, τους πολίτες με την παροχή των υπηρεσιών τους και στων οποίων την περιουσία και την οικονομική κατάσταση συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες, με την καταβολή φόρων.
Συνεπώς, η ρύθμιση του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 “περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, εντεύθεν δε και η διάταξη του άρθρου 276 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που προσδιορίζουν τον τόκο υπερημερίας που πρέπει να καταβάλουν για τις οφειλές τους το Δημόσιο και οι Ο.Τ.Α. σε 6% ετησίως, θεσπισθείσες για λόγους δημόσιου συμφέροντος, συνδεόμενους με την εκπλήρωση των σκοπών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, ούτε στη διάταξη του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. ΑΕΔ 25/2012, ΟλΑΠ 3/2006, ΑΠ 2/2014, ΑΠ 157/2011).
[…] Το αναιρεσείον με τον πρόσθετο λόγο της αναίρεσης, επικαλούμενο πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιάται ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 “περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” και 276 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, διότι το υποχρέωσε να καταβάλει το επιδικασθέν ποσό με το νόμιμο τόκο που ισχύει για όλους τους διαδίκους, ενώ έπρεπε να υποχρεώσει τούτο να καταβάλει τόκο με επιτόκιο 6% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Με τις παραπάνω παραδοχές η αναιρεσιβαλλόμενη παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 21 του δ/τος της 26-6/10-7-1944 “Κώδικα νόμων δικών του Δημοσίου” και 276 παρ. 3 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και επιδίκασε το προαναφερόμενο ποσό υπέρ της αναιρεσίβλητης και σε βάρος του αναιρεσείοντος με το νόμιμο τόκο και όχι με 6% από την επίδοση της αγωγής. Τούτο διότι, ενόψει της μη αντιθέσεως των διατάξεων αυτών στη συνταγματική επιταγή του άρθρου 4 παρ.1 και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το αναιρεσείον, ως κοινωφελούς χαρακτήρα δημοτική επιχείρηση του Δήμου Νεάπολης Συκεών, για τις οφειλές της επιβαρύνεται με τόκο 6% ετησίως και όχι με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Επομένως, ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται σχετική, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, παραδεκτά προβαλλόμενος, αφού στηρίζεται σε σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 562 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ), είναι βάσιμος.»